τεχνοπαίγνιον

τεχνοπαίγνιον
τὸ, Α
1. στιχουργικό παιχνίδι, ως τρόπος απόδειξης τής ικανότητας για στιχοποιία
2. επιγραφή ενός ποιήματος τού Αυσονίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + παίγνιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”